- αδίοπος
- ἀδίοπος, -ον (Α)(για πλοία) αυτός που δεν έχει δίοπο, δηλ. Κυβερνήτη, ακυβέρνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δίοπος (= αρχηγός, διοικητής, κυβερνήτης) < διέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδίοπος — without commander masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίοπον — ἀδίοπος without commander masc/fem acc sg ἀδίοπος without commander neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίοποι — ἀδίοπος without commander masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)